Όταν ο αξέχαστος κωμικός Τάσος Γιαννόπουλος, ως πράκτωρ Κίτσος, καλούσε τη Γαστούνη, ο Σάκης Αρώνης ήταν ένα τρίχρονο αγοράκι, που οι μοίρες δεν είχαν αποφασίσει ακόμη για το μέλλον του.
Το «Έλα Γαστούνη» έγινε σλόγκαν της εποχής εκείνης και στιγμάτισε τους κατοίκους της κωμόπολης της Ηλείας, ανάμεσα στους οποίους είναι και ο συνθέτης και τραγουδιστής Διονύσης (Σάκης) Αρώνης.
Πέντε ώρες δρόμος ήταν η απόσταση, τότε, από το χωριό του στην πρωτεύουσα και ο Σάκης τον έκανε, φορτωμένος με τα όνειρα ενός νέου που θέλει να διεκδικήσει τη δική του θέση στο χώρο του τραγουδιού.
Ο αγώνας του διήρκεσε κάμποσα χρόνια, μέχρι που η έμπνευσή του, του χάρισε ένα μάτσο «φεγγαρολούλουδα».
Ο Σάκης τα … έμασε και τα έκανε ένα από τα ωραιότερα λαϊκά τραγούδια, που κυκλοφόρησαν στα μέσα της δεκαετίας του 1990 και κρύβουν ακόμη μέσα τους εικόνες και ήχους από μια εποχή που ο Έλληνας είχε γεμάτη την τσέπη του και άδεια την ψυχή του.
Τότε που η Συγγρού, η παραλιακή και οι εθνικές οδοί ήταν γεμάτες από «πολιτιστικά» κέντρα, στα οποία οι πάσης φύσεως αοιδοί «έθυαν» στο βωμό της άκρατης διασκέδασης, με «θύματα» τους χονδρέμπορους της Αττικοβοιωτίας και τους «τσεπάτους» της πρωτεύουσας.
Eκείνα τα χρόνια ο Αρώνης έστησε μια «Γέφυρα ερωτική» με τους θαυμαστές του, που τον ακολουθούσαν για να ακούσουν και να ξανακούσουν τα «Φεγγαρολούλουδα».
Το τραγούδι αυτό, όμως, μπορεί να άνοιξε τους επαγγελματικούς ορίζοντες του Σάκη, αλλά έγινε και μέτρο σύγκρισης για τα επόμενα τραγούδια του. Παρότι συνεργάστηκε και με άλλους αξιόλογους συνθέτες και στιχουργούς(όπως ο Στ. Γονίδης), επιτυχία ανάλογη με τα «φεγγαρολούλουδα» δεν είχε, στα χρόνια που ακολούθησαν.
Άλλωστε, ο πρώτος λαχνός σου πέφτει μόνο μια φορά και ο Αρώνης, με τα κέρδη από αυτό το …λαχείο, «θα τα πίνει στην υγειά του» και θα έχει να πορεύεται στην υπόλοιπη ζωή του.
Γιώργος Λ. Τσάμπρας