19 Ιανουαρίου 2013 - Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω απ’ την Ελλάδα: το φάντασμα του
φασισμού.
Σε αυτό τουλάχιστον το συμπέρασμα καταλήγουν χιλιάδες άρθρα, επιφυλλίδες,
αναρτήσεις σε ιστολόγια και τηλεοπτικές συζητήσεις.Είναι μια εύκολη άποψη. Και το
μεγάλο πρόβλημα του δημόσιου διαλόγου στη χώρα μας είναι ότι ελάχιστοι είπαν ποτέ
όχι στην ευκολία.
Αποτελεί μεγάλη αφασία, αλλά πάντως εξηγήσιμη, το ότι αγωνιούμε πολύ περισσότερο
να σώσουμε τη χώρα από ένα ανύπαρκτο «φασιστικό κίνδυνο» από όσο προσπαθούμε να τη
σώσουμε από τον οδυνηρά υπαρκτό, εν δράσει εδώ και τριετία, οδοστρωτήρα του
Μνημονίου και της τεχνοκρατικής διακυβέρνησης που αυτό επιβάλλει.
Το ότι το Μνημόνιο ―δηλαδή ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός σε κατάσταση κρίσης―
είναι οδυνηρά υπαρκτός, δεν χρειάζεται ασφαλώς περαιτέρω εξηγήσεις. Για το ότι
ο «φασιστικός κίνδυνος» όμως αποτελεί ένα απλό φάντασμα, θα χρειαστεί μάλλον να
επεκταθούμε (ιδιαίτερα μετά την πρόσφατη δολοφονία Πακιστανού μετανάστη εργάτη που
αναζωπύρωσε τον όλο μύθο).
Ο πραγματικός ρόλος της Χρυσής ΑυγήςΟρισμένοι καταλήγουν στο σωστό πράγματι
συμπέρασμα ότι η παρουσία της Χρυσής Αυγής εξυπηρετεί τα συμφέροντα της
καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων.Μόνο που πιάνουν το όλο ζήτημα αντίστροφα: η Χρυσή
Αυγή δεν εξυπηρετεί την μνημονιακή επιβολή καταστέλλοντας τάχα τις «λαϊκές
κινητοποιήσεις και αγώνες» (ποιούς αγώνες και ποιές κινητοποιήσεις;) ή ως
μπαμπούλας επίφοβης κοινοβουλευτικής εκτροπής («Καθίστε ήσυχοι, γιατί θα έρθουν τα
τανκ»). Την εξυπηρετεί λειτουργώντας ως δόλωμα και παραπλάνηση: «ασχοληθείτε με
την Χρυσή Αυγή και ξεχάστε μας εμάς». Ως προς αυτό, έχει πράγματι πετύχει το σκοπό
της, εκτρέποντας τεράστιες δυνάμεις που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ενάντια
στο σύστημα σε κυνήγι φαντασμάτων.
Είναι αυτή η σκοπιμότητα η οποία εξηγεί την «δημοκρατική» πρεμούρα της κυβέρνησης
(Δένδιας, Βενιζέλος, κλπ) να τονίζει συνεχώς τον κίνδυνο που συνιστά η Χρυσή Αυγή
και να ζητάει μέτρα και μέτωπα εναντίον της. Η ίδια σκοπιμότητα εξηγεί επίσης,
πως, άνθρωποι κάθε άλλο παρά αριστεροί ή φιλολαϊκοί, από τον Πάσχο Μανδραβέλη έως
τα παπαγαλάκια του MEGA, ξεσπαθώνουν μέρα νύχτα παρουσιάζοντας την Χρυσή Αυγή ως
το μείζον πρόβλημα του «δημοκρατικού μας πολιτισμού».
Η κυβέρνηση, και η κυβερνητική συμμαχία, έχουν ασφαλώς τους λόγους τους να
πολεμάνε το «φασισμό» εν έτει 2013:― Καταρχήν, δείχνοντας την Χρυσή Αυγή αποσπούν
την προσοχή από πολύ ουσιαστικότερα ζητήματα.― Δεύτερο, χάρη στη «θεωρία των
άκρων» μπορούν να τσουβαλιάσουν (και μεθαύριο να ποινικοποιήσουν) εκτός της
ακροδεξιάς και κάθε είδους αριστερή ή άλλη αντίδραση.
― Τρίτο, πολεμώντας τον «φασιστικό κίνδυνο» εμφανίζονται οι ίδιοι ως «εγγυητές της
δημοκρατίας».― Τέταρτο, στοχοποιούν και πολεμάνε (στο πρόσωπο της Χρυσής Αυγής και
των αριστερών «άκρων») την γενικότερη απαξίωση του πολιτικού συστήματος από τον
απλό κόσμο.
O (Σλοβένος μαρξιστής φιλόσοφος) Σλάβοι Ζίζεκ αποκαλύπτει το ρόλο των αντίστοιχων
σχηματισμών στη Δυτική Ευρώπη (Λεπέν, Χάιντερ, κλπ) ως εξής:
[Οι ακροδεξιοί] παρέχουν στους κεντρώους φιλελεύθερους την δημοκρατική τους
διαπίστευση. Λειτουργούν ως ένα μήνυμα σε μας, την πιο ριζοσπαστική
αριστερά: «Μπορεί να μισούμε ο ένας τον άλλο τελος πάντων, αλλά για δείτε, εκεί
έξω υπάρχει κάποιος, η άκρα δεξιά, να αποκλείσουμε».
Υποστηρίζω λοιπόν ότι τους είναι πολύ χρήσιμη η ακροδεξιά. Τους εξυπηρετεί να
τραβούν μια συγκεκριμένη διαχωριστική γραμμή ώστε να εμφανίζουν εαυτούς ως την
ηγεμονική δύναμη της Δημοκρατίας, η οποία μας προστατεύει από “αυτούς”.
(…) Κι είναι γι’ αυτό ακριβώς που η μετατροπή της σύγχρονης λαϊκιστικής ακροδεξιάς
σε ένα είδος «αποκλεισμένου υπέρτατου τρόμου» από τους φιλελεύθερους εξυπηρετεί
συγκεκριμένες σκοπιμότητες.Έχει άλλωστε ήδη προηγηθεί ―στο ίδιο πνεύμα― το
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όταν καταδίκασε τόσο τον φασισμό όσο και τον κομμουνισμό ως
φαινόμενα μιας και αυτής ποιότητας. Όχι φυσικά επειδή τους έπιασε ο πόνος για τον
σταλινισμό 60 χρόνια μετά, αλλά ως χρήσιμη παρακαταθήκη απέναντι σε κάθε είδους
ενδυνάμωση της αριστεράς.
Ως προς αυτό, μπορούμε να πούμε, παραφράζοντας το γνωστό ποίημα του πάστορα
Νιμόλερ: «Όταν ήρθαν για το Χρυσαυγίτη δεν μίλησα ― δεν ήμουν
χρυσαυγίτης».Πράγματι: αφού η κυβέρνηση του Σαμαρά τελείωσε με τις επιθέσεις της
προς την Χρυσή Αυγή (εξαγγελίες Δένδια, πρόταση Βενιζέλου για απαγόρευση του
κόμματος ως αντισυνταγματικού, άρση βουλευτικής ασυλίας, στέρηση συνοδείας, κλπ),
το γύρισε εν μια νυκτί ενάντια στην αριστερά και στον αντιεξουσιαστικό χώρο, στο
όνομα της θεωρίας των «δυο άκρων» και της «τάξης και ασφάλειας»). Καλώντας ενάντια
στην «δημοκρατική εκτροπή» που συνιστά η Χρυσή Αυγή, η αριστερά έσκαψε ένα λάκκο
για τον εαυτό της από τον οποίο μόνο η ισχυρή της λαϊκή απήχηση την προστατεύει.
Στερούμενοι της τελευταίας, οι «αντιεξουσιαστές» των καταλήψεων δεν είχαν την ίδια
τύχη.
Σε κάθε περίπτωση, αν θέλουμε να μιλήσουμε για την Χρυσή Αυγή, έχουμε δυο
επιλογές:Μπορούμε να αναμασήσουμε τις εξηγήσεις και τις παρεξηγήσεις της μόδας,
ικανοποιημενοι που ανήκουμε στο «μεγαλο δημοκρατικό στρατόπεδο» παρέα με τον
Δενδια, τον Βενιζέλο, τον Καμίνη, τον Κουβέλη, τον Πάσχο κλπ (πράγμα το οποίο δεν
κοστίζει τίποτα, είναι εύκολο και θα μας κάνει να αισθανθούμε ωραία για τον εαυτό
μας).
Μπορούμε επίσης να σοβαρευτούμε και να εξετάσουμε το φαινόμενο προσεκτικά, πράγμα
το οποίο απαιτεί να δούμε το πως και γιατί της απήχησης, να απορρίψουμε εύκολες
εξηγήσεις και να καταλάβουμε ποιά δικά μας λάθη οδήγησαν στην ενδυναμωσή του.
Σε αυτό το κείμενο, στο μέτρο του εφικτού, είμαστε αποφασισμένοι να κάνουμε το
δεύτερο.Η δημαγωγία της ΒαριεμάρηςΗ Χρυσή Αυγή είναι ασφαλώς μια ρατσιστική
οργάνωση, στημένη από νοσταλγούς των ναζιστικών θεωριών. Αυτό είναι φανερό τόσο
από τα έντυπα της όσο και από το όλο ιδεολογικό και εικαστικό υλικό που έχει δεί
το φως της δημοσιότητας.
Αρκετοί σταματούν την αναλυσή τους εδώ, ικανοποιημένοι από το προφανές της
επιφάνειας. Κι όμως, τα παραπάνω δεν σημαίνουν πως ο ρόλος που διαδραματίζει στην
σύγχρονη πολιτική σκηνή είναι αυτός του ναζιστικού σχηματισμού, ούτε πως έτσι
έφτασε στα ποσοστά που κατέχει σήμερα.
Πράγμα που αποδεικνύεται πολύ εύκολα, αν εξετάσει κανείς τα ποσοστά της προ
Μνημονίου, τα οποία δείχνουν το πλαφόν της ναζιστικής δυναμικής της και των
ιδεολογικών οπαδών της.Στις εκλογές του 2009 λοιπόν, έχουμε:
― Λαικός Σύνδεσμος – Χρυσή Αυγή 18,495 0.28%Και για βάλουμε το νούμερο σε μια
προοπτική:― Δημ. Βεργής ΕΛΛΗΝΕΣ ΟΙΚΟΛΟΓΟΙ 18,879 0.29%Η απήχηση δηλαδή των
ναζιστικών ιδεών της Χρυσής Αυγής είναι περίπου όσο και του «οικολόγου» Δημοσθένη
Βεργή. Και ακόμα λιγότερη, γιατί ακόμη και αυτοί οι 18.000 δεν είναι «ναζιστές
ιδεολόγοι» αλλά κάθε καρυδιάς καρύδι, π.χ. χεβιμεταλάδες, σατανιστές,
δωδεκαθεϊστές και άλλα τέτοια φρούτα, τα οποία τράβηξε η όλη εικόνα της οργάνωσης.
Σε αυτά τα γελοία επίπεδα, λίγο κάτω από τον «οικολόγο» Δημοσθένη Βεργή
του «Τσιλέρ, έλα να την πάρεις», ήταν τα ποσοστά της Χρυσής Αυγής, είκοσι ολόκληρα
χρόνια μετά την ίδρυση της.Είναι προφανές ότι αυτά τα ποσοστά δεν τα αύξησε κάποια
απότομη μετατροπή μερικών εκατοντάδων χιλιάδων ελλήνων σε όψιμους οπαδούς του
Χίτλερ, ούτε αποτελούν μια ακροδεξιά απάντηση (και μάλιστα με καθυστέρηση είκοσι
χρόνων) στα προβλήματα που προέκυψαν από τη μετανάστευση.
Πρόκειται για μια μηδενιστική απάντηση σε μια πολιτική και μια κοινωνία με
μηδενικές προοπτικές, ένα ηχηρό «να πάτε να γαμηθείτε εσείς και ο “δημοκρατικός
σας πολιτισμός“». Είναι, με άλλα λόγια, το αντίστοιχο του χουλιγκανισμού στην
πολιτική (με όλη την απελπισία και την έλλειψη προοπτικης που χαρακτηρίζει τον
πρώτο).
Ο Κωνσταντίνος Αρμάος το περιγράφει ως εξής σε άρθρο του στην Αυγή: «(…) η ψήφος
ενός νέου ανθρώπου στη Χ.Α. είναι ψήφος γενικευμένης απαξίωσης, καθώς βλέπει ότι
το λευκό, το άκυρο και η αποχή (παρότι δεν εννοούν να μειωθούν) έχουν υποβαθμιστεί
ως μορφές πολιτικής έκφρασης και δεν παραλαμβάνονται ως μηνύματα. Κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ
ισχυρίζεται ότι συνιστά «ελπίδα», το υπόλοιπο σκηνικό (…) εγγυάται «απελπισία». Ο
νέος άνθρωπος, λοιπόν, επιλέγει να δείξει την απογοήτευσή του από τον πολιτικό
κόσμο με ένα πιο βροντερό μέσο διαμαρτυρίας, ψηφίζοντας κάτι το οποίο δεν ανήκει
υποστασιακά σε αυτόν, όπως ο Μιχαλολιάκος και η Χ.Α., που ολοφάνερα ανήκουν στον
υπόκοσμο».
Η ναζιστική καταβολή της Χρυσής Αυγής και των αρχικών οπαδών της έρχεται λοιπόν εκ
των πραγμάτων σε δεύτερη μοίρα μπροστά στον μηδενιστικό ρόλο τον οποίο της
αναθέτει η κάλπη.Για όσους αναρωτιούνται πως γίνεται ένα κόμμα με ξεκάθαρες
ναζιστικές καταβολές να διαδραματίζει διαφορετικό ρόλο στην πολιτική ζωή, αρκεί να
θυμηθούν ότι το ΠΑΣΟΚ ξεκίνησε το ’74 με αριστερή σοσιαλιστική συνθηματολογία και
ιδεολογία για να καταλήξει στο ακριβώς αντίθετο. Αλλά και αντίστοιχα, η αριστερή
δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ δεν νερώνεται και μετατρέπεται σε χλιαρή σοσιαλδημοκρατία, όσο
πλησιάζει την πιθανότητα της εξουσίας;
Στην μαρξιστική (ή μάλλον εγελιανή) ορολογία, το φαινόμενο είναι γνωστό ως «η
πανουργία της Ιστορίας».Πως ανεβαίνει η Χρυσή ΑυγήΟ κύριος λόγος ανόδου της Χρυσής
Αυγής είναι το γεγονός ότι η αντιμνημονιακή δυναμική της Ελληνικής κοινωνίας δεν
μπόρεσε ούτε να παγιωθεί σε ένα ευρύτερο κίνημα, ούτε να εκφραστεί με μια ξεκάθαρη
εκλογική πρόταση.
Οι πλέον ανασφαλείς προτίμησαν τη «σιγουριά» της Νέας Δημοκρατίας (με την αφελή
ελπίδα περί «επαναδιαπραγμάτευσης» να χρυσώνει το χάπι), ενώ οι υπόλοιποι
διασπάστηκαν σε ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ, Χρυσή Αυγή, ΚΚΕ και αποχή.
Αυτοί που κατέληξαν στη Χρυσή Αυγή, πέρα από τους ακροδεξιούς, είναι μερικές
εκατοντάδες χιλιάδες απολιτικοί, οι οποίοι τη θεώρησαν ως μια αντισυστημική
έκφραση της απέχθειας τους προς τις εξελίξεις. Κόσμος που αντλήθηκε και από
τις στρατιές των νεο-ανέργων αλλά και από μεγάλη μερίδα της νεολαίας.
Οι ναζιστικές καταβολές του πυρήνα της Χρυσής Αυγής δεν σημαίνουν τίποτα γι’
αυτούς (εκτός ίσως από μια επιπλέον συμβολική πρόκληση απέναντι σε μια κατ’
επίφαση δημοκρατία, ένα είδος αυτοκαταστροφικής χειρονομίας).
Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι για τους περισσότερους νέους το όνομα «Χίτλερ»
δεν σημαίνει απολύτως τίποτα, ή πάντως τίποτα περισσότερο από το όνομα «Darth
Vader». Δεν είναι πρόβλημα «ιστορικής λήθης», αλλά αναπόφευκτος παγκόσμιος νόμος:
ο κόσμος έχει αλλάξει τόσο πολύ από τον καιρό του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και έχουν
μεσολαβήσει τόσες γενιές με διαφορετικά προβλήματα και διεκδικήσεις, ώστε είναι
αδυνατόν οι φιγούρες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου να διατηρούν οποιοδήποτε βιωματικό
βάρος στους νεώτερους, πράγμα το οποίο δεν αλλάζει με ταινίες και ντοκυμαντέρ.
Όσο για τους μεγαλύτερους σε ηλικία, αυτοί βιώνουν οδυνηρά την απαξίωση της
πολιτικής και την καταστροφή των υλικών και κοινωνικών συνθηκών της ζωής τους και
δεν σκέφτονται καθόλου με ιδεολογικά κριτήρια, παρά ψηφίζουν αυτό που (χάρη και
στην όλη «αρνητική διαφήμιση») εμφανίζεται ως το πλέον ενάντιο στο κομματικό
καταστημένο.
(Εδώ μπορεί κανείς να επαναλάβει ένα παλιό αριστερό επιχείρημα σε σχέση με την
τρομοκρατία. Λέγανε λοιπόν ότι ο χτυπημένος από το κεφάλαιο, την ανεργία και το
νεοφιλελευθερισμό λαός, είναι «γελοίο να πούμε ότι φοβάται την 17 Νοέμβρη». Το
ίδιο θα μπορούσε να αναφέρει κανείς για την Χρυσή Αυγή: ποιούς θα φοβίσουν ένα
μάτσο πορτιέρηδες και τραμπούκοι, μπροστά στο Μνημόνιο και τις 4,000 αυτοκτονίες
του;)
Αυτός είναι και ο λόγος που κάθε είδος αριστερης απάντησης η οποία ακολουθεί την
κυβέρνηση και τα κατεστημένα ΜΜΕ στην κινδυνολογία περί «Δημοκρατίας της Βαϊμάρης»
είναι καταδικασμένη να αποτύχει.Είναι ενδεικτικός ο τρόπος με τον οποίο την πάτησε
ο δημοσιογράφος του κατοχικού σταθμού ΣΚΑΙ, Κωνσταντίνος Μπογδάνος, όταν
σε συζήτηση του με τον πρόεδρο της Χρυσής Αυγής κ. Μιχαλολιάκο προσπαθούσε συνεχώς
να στρέψει τη συζήτηση στο ναζιστικό παρελθόν της οργάνωσης, ενώ ο πονηρός
Μιχαλολιάκος τον επανέφερε στο εδώ και τώρα. Πολλοί σχολιαστές της συζήτησης
περιγέλασαν την απειρία του δημοσιογράφου, αλλά όσοι επιμένουν να πολεμάνε την ΧΑ
με όρους Βαϊμάρης (και όχι Ελλάδας του 2013) δεν κάνουν κάτι διαφορετικό.
Μια αριστερή απάντηση στο πρόβλημα που συνιστά η Χρυσή Αυγή είναι δυνατή μόνο με
σημερινούς όρους, όχι με αναφορές στην δυτικοευρωπαϊκή ιστορία. Δεν θα πρέπει να
ξεχνάμε την διάσημη εγελιανή ρήση ότι «αν η ιστορία μας διδάσκει κάτι, είναι ότι
δεν μας διδάσκει τίποτα», καθότι οι συνθήκες, τα πρόσωπα και οι περιστάσεις είναι
κάθε φορά διαφορετικές, πράγμα που καθιστά αδύνατο το να αντλήσουμε συμπεράσματα
για μια σύγχρονη κατάσταση από μια προηγούμενη περίοδο.
Δυο μόνο παραδείγμα από τα πολλά που δείχνουν γιατί η όποια σύγκριση είναι κενή
νοήματος: ενώ το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ναζιστές ήταν οι επιτιθέμενοι στην Ελλάδα
Γερμανοί, σήμερα οι ναζιστές της Χρυσής Αυγής είναι που εναντιώνονται (έστω
προσχηματικά) στην Γερμανική κυριαρχία.
Άλλωστε και η φασιστική Ιταλία (η οποία το 1940 μας επιτέθηκε ως σύμμαχος των
Γερμανών), όπως και η Ισπανία του Φράνκο (η οποία συνέτριψε το αναρχικό και
κομμουνιστικό της κίνημα με τη βοήθεια τους) είναι σήμερα αμφότερες «γουρούνια»
(PIIGS) όπως και εμείς, και θύματα της Γερμανικής διακυβέρνησης επί της Ευρώπης.
Ιστορικά κινήματα όπως ο ναζισμός δεν επαναλαμβάνονται για δυο λόγους. Από τη μια
επειδή εξαρτώνται από τις ειδικές συνθήκες που επικρατούσαν την εποχή που
εμφανίστηκαν, και απο την άλλη επειδή η ίδια προηγούμενη υπαρξή τους καθιστά
αδύνατη την αυτούσια επαναληψή τους (δρά δηλαδή σαν παράγοντας που αλλοιώνει την
όποια προσπάθεια επαναφοράς τους).
Σε αυτό το πλαίσιο είναι που πρέπει να θυμηθούμε τη γνωστή ρήση του Μαρξ ότι η
ιστορία επαναλαβάνεται ως φάρσα.Στην περιπτωσή μας ούτε καν αυτό. Ο φασισμός δεν
είναι φρούτο που φυτρώνει όπου σπείρεις το σπόρο. Είναι ένα ιστορικά εντοπισμένο
φαινόμενο και συγκεκριμένες προυποθέσεις. Πέρα από το αδύνατο της επανάλειψης, μας
λείπουν όλες εκείνες οι ειδικές συνθήκες και προυποθέσεις που έκαναν το ναζισμό
πραγματικά επικίνδυνο:
1) Οι καταβολές του ναζισμού μπορούσαν να εντοπιστούν σε ιδεολογικούς προγόνους
δημοφιλείς στο Γερμανικό λαό και τη διανοησή του από δεκαετίες πριν (από τον
Βάγκνερ, τον Νίτσε και τον Γκομπινώ, έως τον Χαϊντέγκερ και τον Καρλ Σμιτ ―και
φυσικά εκατοντάδες ελλάσονες διαννούμενοι και δημόσια πρόσωπα).
2) Ο Χίτλερ ήταν στρατηγική επιλογή του Γερμανικού κεφαλαίου ― του εθνικού
κεφαλαίου μια ισχυρής βιομηχανικής χώρας με τεράστιο προλεταριακό πληθυσμό.3) Η
Γερμανία ήταν ισχυρή ευρωπαϊκή χώρα που είχε μείνει έξω από την αποικιοκρατική
μοιρασιά και ήθελε να το αλλάξει αυτό επεκτεινόμενη προς τα έξω.
Στο αντίποδα αυτής της κατάστασης, η Ελλάδα είναι μια απλή περιφερειακή χώρα της
Ευρώπης σε κατάσταση εξαθλίωσης, χωρίς βιομηχανία και χωρίς εθνική αστική τάξη
τύπου Κρουπ. Οι μεταπράτες και οι εργολάβοι από τη μια (οι οποίοι αποτελούν την
ντόπια «αστική τάξη») και οι δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι, μικρέμποροι,
σουβλατζήδες και κομμώτριες που αποτελούν τα ευρεία λαϊκά στρώματα δεν κάνουν
παγκοσμίους πολέμους. Όχι μόνο αυτό, αλλά το «εθνικό κεφάλαιο», απαραίτητη
προυπόθεση του ναζισμού, έχει εξαφανιστεί από όλη την Ευρώπη, δίνοντας τη θέση του
σε παγκόσμια χρηματοπιστωτικά συμφέροντα. Τέλος, και σημαντικότερο, η Ελλάδα δεν
έχει την ελευθερία κινήσεων της Γερμανίας: ξεκίνησε από το 1821 και παραμένει ως
σήμερα μια αποικία, η οποία είναι τέτοια και με το νόμο πλέον (το Μνημόνιο,
φυσικά, και το «αγγλικό δίκαιο»).
Αν τα παραπάνω δείχνουν πόσο άστοχο είναι να θεωρούμε πιθανή την επάνοδο του
ναζισμού με την ιστορική έννοια, παραμένει παρόλα αυτά ο κίνδυνος μιας
ολοκληρωτικής διακυβέρνησης με σύγχρονο περιεχόμενο.Μόνο που αυτό το ρόλο τον έχει
αναλάβει η ίδια η κυβέρνηση, με τον δήθεν λαϊκό ιδεολογικό γκουρού της, το Φαήλο
Κρανιδιώτη, ναγράφει ανοικτά για «συνθήκες έκτακτης ανάγκης», κάθοδο του στρατού,
φυλακίσεις και εκτελέσεις.
Η ΧΑ, ως προς αυτό ειδικά το ρόλο είναι άχρηστη στις μνημονιακές δυνάμεις. Αφενός
ΔΝΤ, Γερμανία και Ε.Ε. δεν μπορούν να την δεχτούν ως συνομιλητή (για πολιτικούς
και ιστορικούς λόγους) και αφετέρου δεν την θέλουν (αφού η όποια δυναμή της ―με
την έννοια της απήχησης― πηγάζει από τα αντιμνημονιακά της συνθήματα). Και, ως
γνωστόν, χωρίς την έγκριση όλων των παραπάνω, δεν γίνεται να υπάρξει κυβέρνηση.
Η μόνη περίπτωση εμφάνισης μιας κυβέρνησης με την Χρυσή Αυγή στη συνθεσή της θα
είναι να επανεμφανιστεί μια δεξιά δύναμη (πχ. από αλλαγή ηγεσίας της ΝΔ σε
ιδιαίτερα ταραγμένες συνθήκες) με αντι-μνημονιακή δήθεν ρητορική, η οποία θα
συνδιαλεχθεί με ΑΝΕΛ, ΠΑΣΟΚικά σταγονίδια, ΛΑΟΣ, ίσως και τον Μπάρμπα-Φώτη, για να
μαντρώσει για άλλη μια τετραετία τον κόσμο. Σε αυτή την περίπτωση όμως η Χρυσή
Αυγή δεν θα αποτελεί πλέον «ακροδεξιά απειλή», αλλά το κερασάκι σε μια δημαγωγική
πολιτική απατεωνία, παίζοντας ρόλο αντίστοιχο με ό,τι παίζουν σήμερα οι κ.κ.
Άδωνις, Βορίδης και Πλεύρης.
Η θέση μου είναι ξεκάθαρη: όταν έχεις έναν αντίπαλο που συντρίβει τα πάντα γύρω
του χωρίς να κρατάει ούτε καν τα προσχήματα ―όπως η μνημονιακή συγκυβέρνηση―,
είναι γελοίο να ασχολείσαι, και μάλιστα μονομανιακά, με μια παρανυχίδα, όποιο
πρόσημο και αν έχει αυτή.
Ένα λάθος με ιστορία - Αν είναι λάθος να επικεντρώνεσαι στην Χρυσή Αυγή και να
πολεμάς «φασιστικά φαντάσματα» εν έτει 2013, ενώ έχεις μπροστά που πολύ υπαρκτά
τέρατα της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων, δεν είναι πάντως καινούργιο λάθος.
Είναι ένα λάθος με προϊστορία.
Πράγματι, η παραστόχευση την οποία περιγράψαμε αποτελεί την μόνιμη δραστηριότητα
μιας μερίδας νεοφιλελεύθερων (Μανδραβέλης, Δήμου, κλπ) αλλά και ενός τμήματος της
αριστεράς μόνο κατ’ όνομα αριστερού και εντελώς μακριά από την μαρξιστική σκέψη.
Κλασσικό παράδειγμα αποτελεί η δημοσιογραφία της ομάδας του πάλαι ποτέ «Ιού» της
Ελευθεροτυπίας.Τη στιγμή που η χώρα περνούσε ένα ένα τα στάδια της παρακμής που
σφράγιζαν την εξάρτηση και προετοίμαζαν για την είσοδο στην Κρίση (από τον
ατομικισμό του ΚΛΙΚ και την απαξίωση της πολιτικής μέσω του
σημιτικού «εκσυγχρονισμού» έως την είσοδο στο Ευρώ, το σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου
και τη φιέστα των Ολυμπιακών Αγώνων, κοκ), η «αριστερή» αυτή δημοσιογραφία,
επιμένοντας να αγνοεί όλα τα σημάδια της επερχόμενης καταστροφής, λάνσαρε έναν
επαρχιώτικο παρωχημένο αντικληρικαλισμό (τον οποίο η παγκόσμια αριστερά έχει
ξεπεράσει από τον καιρό των «νέων εγελιανών» του 1840) και έκρουε τον κώδωνα του
κινδύνου για τον «μέγα κίνδυνο» που συνιστούσαν ο Χριστόδουλος, ο Καρατζαφέρης, ο
Λιακόπουλος, κ.α.
Το ότι στην ίδια ακριβώς επιχειρηματολογία συναντώνταν με κάθε λογής καθεστωτικές
πένες (από τον Πρετεντέρη και τον Πάσχο μέχρι τον Παύλο Τσίμα και τον Σταύρο
Θεοδωράκη) δεν φαίνεται να πτοούσε καθόλου τους συντελεστές της στήλης, οι οποίοι
πουλούσαν ανέξοδη και άκοπη αριστεροσύνη του καναπέ (όσο αριστεροσύνη συνιστά το
να δουλεύεις τον κόσμο παρουσιάζοντας ως επικίνδυνο έναν γραφικό τηλε-πλασιέ
βιβλίων τέταρτης διαλογής).
Πρόκειται για το ίδιο ήθος και ύφος «αριστερής» κριτικής που κυριαρχεί στην
Αμερικάνικη πολιτική ζωή, και που εστιάζει στις προφανείς ―όσο και ακίνδυνες―
χαζομάρες της Σάρα Πέιλιν και διάφορες παλαβομάρες ρεπουμπικανών χωρίς να αγγίζει
τις ιμπεριαλιστικές και φιλελεύθερες πολιτικές του ίδιου του Ομπάμα. Είναι η ίδια
νοοτροπία που οδηγεί την ψευτο-αριστερά της Ιταλίας να ασχολείται με το «πουλί»
του Μπερλουσκόνι, αντί για την ουσία της πολιτικής του, ανοίγοντας το δρόμο στο
Μόντι.
Ασφαλώς η ομάδα των «Ιών» δεν ήταν η μόνη ― η μάστιγα της εύκολης και επιδερμικής
παραστόχευσης και της «ανάλυσης» επιπέδου μεσημαριανάδικου πήρε πολλούς στο λαιμό
της, άλλους εθελοντικά (αφού δεν είχαν τις δυνατότητες για κάτι περισσότερο) και
άλλους με το αζημίωτο. Ακόμα και προσωπικά ιστολόγια (π.χ. «Ροΐδης», Σαραντάκος,
κ.α.) δημιουργήθηκαν με σκοπό να μιμηθούν αυτό το είδος «κριτικής»,
μπουρδολογώντας ακατάπαυστα ενώ ο Τιτανικός βούλιαζε.
Έτσι επί Σημίτη, αντί να ασχοληθούν με τους όρους της συμμετοχής μας στην Ευρώπη,
τι σημαίνει η απώλεια ελέγχου της οικονομίας λόγω του Ευρώ κλπ, είχαμε μια
ακατάπαυστη Χριστοδουλολογία, με σελίδες επί σελίδων για τον κίνδυνο να «γίνουμε
Ιραν».
Επί Καραμανλή, ελλείψει Χριστόδουλου, περάσαμε στον ΛΑΟΣ και τον κίνδυνο
ακροδεξιάς παρεκτροπής. Άρθρα επί άρθρων και σελίδες επί σελίδων με επίστευτες
αρλούμπες για τον κίνδυνο που συνιστά ο Καρατζαφέρης και ο Άδωνις (εκτός,
εννοείται, από τον βάσιμο κίνδυνο για τα αυτιά μας από τον τελευταίο).
Την ίδια στιγμή, οποιαδήποτε με ελάχιστη πολιτική πείρα μπορούσε να δεί ότι ο
Καρατζαφέρης επί παραδείγματι ήταν απλά ένας οπορτουνιστής στημένος από το ΠΑΣΟΚ
του Λαλιώτη για να κόψει κάποια ψηφουλάκια από τη Νέα Δημοκρατία, και ο οποίος θα
έκανε ό,τι χρειάζονταν κάθε φορά το σύστημα. Ήταν μια επανάληψη της τακτικής που
είχε χρησιμοποιήσει το γαλλικό «σοσιαλιστικό» πρότυπο του ΠΑΣΟΚ, ο
Μιτεράν, προμοτάροντας τον Λεπέν ώστε να κόψει ψήφους από την δεξιά.
Αυτό το αυτονόητο, για το μεγαλύτερο μέρος της κριτικής (ακόμα και της αριστερής)
ήταν άγνωστο, και ο Καρατζαφέρης εμφανίζονταν κάτι σαν επερχόμενος Παπαδόπουλος
(αν όχι Χίτλερ, από όπου και «Καρατζαφύρερ»), ενώ ο τσιριχτός Άδωνις
παρουσιάζονταν περίπου σαν Γκέμπελς, μεγάλος και τρομερός κίνδυνος για
τον «πολιτικό μας πολιτισμό».
Οι (ηθελημένα ή αθέλητα) αμβλύνοες έχαναν το πραγματικό αυγό του φιδιού (την
εξαφάνιση των δημοκρατικών προσχημάτων και την απροκάλυπτη νεοφιλελεύθερη επίθεση)
που επωάζονταν μπροστά στα μάτια τους ήδη από τις χρυσές ημέρες
του «εκσυγχρονισμού» (ας θυμηθούμε π.χ. τον τρομονόμο) και εστίαζαν στην κλούβια
απειλή του ΛΑΟΣ.
Τελικά, όλες οι απύθμενες βλακείες τους αποκαλύπτηκαν ως τέτοιες: ο Καρατζαφέρης
που αποτελούσε δήθεν «απειλή για την ευρωπαϊκή μας προοπτική» συμμετείχε μια χαρά
στην κυβέρνηση του τεχνοκράτη Παπαδήμου με τη βούλα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι
Άδωνις και Βορίδης έγιναν υπουργοί χωρίς να ανοίξει μύτη, σεβαστοί από τους ίδιους
που προηγουμένους τους έβριζαν ως φασίστες στα ΜΜΕ και αναβαθμίστηκαν σε στελέχη
της Νέας Δημοκρατίας μαζί με την άλλη «χρυσή μεταγραφή», τον υιό Πλεύρη.
Όσο για αυτούς που αρθρογραφούσαν και ιστολογούσαν σελίδες επί σελίδων για το
μέγα «ακροδεξιό κίνδυνο» από τους παραπάνω, τους θυμούνται πλέον, αν τους
θυμούνται, όχι για τις επικίνδυνες ακροδεξιές ιδέες τους (τον κίνδυνο που
παλαιότερα προέβαλαν) αλλά για την πλήρη ταυτισή τους με το νεοφιλελεύθερο
πρόταγμα (την πραγματική απειλή με την οποία ελάχιστα ασχολήθηκαν σε οποιαδήποτε
μορφή της).
Αντίστοιχα, το ΛΑΟΣ και ο αρχηγός του, μόλις τελείωσε ο ρόλος τους, μαράθηκαν και
εξατμίστηκαν πολιτικά. Αυτός ήταν ο «μεγάλος κίνδυνος» με τον οποίον μας τα είχαν
κάνει τσουρέκια ―κατά το κοινώς λεγόμενον― σε εκατοντάδες δήθεν σοβαρές αναλύσεις
και χιλιάδες άρθρα.
Α, όσο για την «ευρωπαϊκή μας προοπτική» (η οποία τάχα κινδύνευε από
την «ακροδεξιά» του ΛΑΟΣ), ήταν τελικά αυτή η ίδια που μας πήγε πίσω κάτι
δεκαετίες, καταστρέφοντας τη χώρα και καταστρατηγώντας κεκτημένα και εργατικά
δικαιώματα τα οποία ούτε καν η Χούντα δεν είχε τολμήσει να πειράξει.
Ακόμα και τα «στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών» δεν τα έκανε πράξη ούτε ο
Καρατζαφέρης ούτε ο Πλεύρης, αλλά ο φουλ μέσα στον «δημοκρατικό μας πολιτισμό»
Μιχάλης Χρυσοχοϊδης ― και για αυτά δεν γράφτηκε ούτε το ένα χιλιοστό των άρθρων
που γράφτηκαν ποτέ για τον Άδωνι, τον Χριστόδουλο ή τον τηλε-πλασιέ Λιακόπουλο.
Το ίδιο έργο βλέπουμε και σήμερα, με την Χρυσή Αυγή να έχει πάρει το ρόλο του
δράκου στο συνεχιζόμενο παραμύθι. Αυτό ονομάζεται παραστόχευση (λαϊκότερα: το
να «βαράς στο γάμο του Καραγκιόζη»), και όσοι την κάνουν το κάνουν είτε επειδή δεν
τους κόβει για κάτι παραπάνω, είτε με το αζημίωτο και εν γνώσει της απάτης.
Το ίδιο βιολί βάραγαν οι ευρωπαϊκές γραφίδες για το «μέγα κίνδυνο» που συνιστούν ο
Χαίντερ στην Αυστρία και ο Φίνι στην Ιταλία ― έως που έγιναν «αξιότιμοι» κεντρώοι
πολιτικοί και υπάκουσαν με εντέλεια στις εντολές και τις συμβάσεις του παγκοσμίου
κεφαλαίου. Κατόπιν, οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι που ξόδεψαν τόνους μελάνι για τον
κίνδυνο από τον φασίστα Φίνι κατέληξαν να τον υμνολογούν ως υπεύθυνο αστό
πολιτικό. Στην Γαλλία, παρόμοια, η «συσπείρωση ενάντια στο Λεπέν» υπήρξε το πλέον
πετυχημένο στρατηγικό κόλπο του Σιράκ για την επικρατήση έναντι των αντιπάλων του.
Τι να μην κάνετε σε περίπτωση τσιμπήματος από Χρυσή ΑυγήΑν πραγματικά θέλουμε να
πολεμήσουμε την Χρυσή Αυγή, αυτό δεν μπορεί να γίνει με ψέμματα ή με μισές
αλήθειες, γιατί αυτές έχουν το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα.
Αγγίζει π.χ. τα όρια της γελοιότητας να προβάλλεται το παιδαριώδες «ρεπορτάζ» του
BBC, στο οποίο ένας χρυσαυγίτης ειρωνεύεται την κατηγορία πως μέλη της οργάνωσης
χτύπησαν τον βουλευτή του Σύριζα κ. Στρατούλη λέγοντας κάτι του στυλ «Πρέπει να
ανοίξουμε σχολή καράτε. Καλά ρε, τρείς άνθρωποι, τρία μέτρα ο καθένας, βαράγανε
ένα απολειφάδι και ούτε ένα καρούμπαλο δεν του κάνανε;», ως δήθεν «κυνική
ομολογία» πως η επίθεση ήταν έργο της οργάνωσης.
Είναι προφανές (σε όσους παρακολουθούν τα πολιτικά τεκταινόμενα) ότι λόγω της
εισόδου της στη Βουλή, η Χρυσή Αυγή έχει «δώσει σήμα» να μην προβαίνουν τα μέλη
της σε τέτοιου είδους ενέργειες. (Τουλάχιστον ένας αρθρογράφος της Αυγής έχει
πιάσει αυτή τη μεταστροφή, αναφέροντας ότι η Χρυσή Αυγή εμφάνισε μια νέα ρητορική
στην οποία «αντισυστημικές κορώνες για το πολιτικό σύστημα, για τα κόμματα γενικά
κι αόριστα, ακόμα και για τους μετανάστες, ήταν σαφώς περιορισμένες, ενώ δεν
έλειψαν οι σκόρπιες αναφορές σε αιτήματα που έχει θέσει κατά καιρούς η Αριστερά»).
Η Χρυσή Αυγή μπορεί να συμμετέχει δημόσια σε πολιτικά αξιοποιήσιμες (βλέπε
δημαγωγικές) εκδηλώσεις (π.χ. στο αναποδογύρισμα των πάγκων των μεταναστών
μικροπωλητών ή στις διαμαρτυρίες έξω από το θέατρο Χυτήριο) αλλά όχι σε
δολοφονικές επιθέσεις και σε καμμία περίπτωση με τα με τα επίσημα διακριτικά της
οργάνωσης.
Αφενός επειδή γνωρίζουν πολύ καλά ότι τέτοιες ενέργειες θα έκοβαν από τη δυναμική
τους (απομακρύνοντας τον πολύ κόσμο ο οποίος τους ψήφισε ευκαιριακά με απολιτικά
και αντι-μνημονιακά κριτήρια), και αφετέρου επειδή αν εμφανιστούν οποιεσδήποτε
αποδείξεις συμμετοχής των μελών της σε τέτοιες είδους επιθέσεις, αυτό θα σημάνει
όχι μόνο φυλακίσεις αλλά και απαγόρευση του κόμματος.
Ποιός κάνει αυτές τις επιθέσεις τότε; Συμπαθούντες της Χρυσής Αυγής ικανοί να
προβούν παρόμοιες πράξεις υπάρχουν ασφαλώς αρκετοί, και πολλές επιθέσεις μπορούν
ασφαλώς να αποδωθούν σε αυτούς, όπως π.χ. η πρόσφατη στυγνή δολοφονία του
Πακιστανού μετανάστη.
Θα ήταν όμως αφελές να υποθέσουμε ότι εκτός των ξεκάρφωτων «ρατσιστικών επιθέσεων»
δεν υπάρχουν άλλες αιτίες διαμάχης, τόσο Ελλήνων και μεταναστών όσο και μεταναστών
μεταξύ τους, από τους φυσικούς καυγάδες σε μια γκετοποιημένη γειτονιά έως τις
συμπλοκές με σκοπό τον έλεγχο μιας περιοχής (πχ. για τη διακίνηση εμπορευμάτων ή
ναρκωτικών). Σε κάθε περίπτωση, καταγγελίες χωρίς σοβαρά στοιχεία, οι οποίες
ενδέχεται να διαψευστούν λίγο αργότερα (όπως η δολοφονία του Ιρακινού, την οποία η
αριστερά έσπευσε ακολουθώντας τον Δένδια να καταγγείλει ως ρατσιστικό έγκλημα, για
να αποδειχθεί συμπλοκή ομοεθνών), αποτελούν ελάχιστα σοβαρό όπλό ενάντια στην
εξάπλωση της Χρυσής Αυγής.
Αντίστοιχα αρνητική είναι υποκριτική ―ή επιλεκτική― κατακραυγή εκδηλώσεων της
Χρυσής Αυγής, όταν παρόμοιες πρακτικές θα ήταν αποδεκτές απο διαφορετικό φορέα.
Άλλο δηλαδή το να πεί κανείς ανοικτά πως η «η αριστερή βία είναι δικαιολογημένη, η
αντιλαϊκή βία όχι» και άλλο να καταδικάζει τη βια της Χρυσής Αυγής με το σκεπτικό
ότι «η βία είναι καταδικαστέα από όπου και αν προέρχεται» ενώ ταυτόχρονα επικροτεί
βίαιες κινήσεις από άλλες πλευρές.
Ακόμη πιο προβληματική είναι η τακτική της αριστεράς να προβάλλει μόνο την μια
πλευρά των προβλημάτων της μετανάστευσης, μόνο δηλαδή όσα αφορούν στους
μετανάστες. Αντί να δρά ενώνοντας τους δυο πληθυσμούς σπρώχνει τον ντόπιο κόσμο
που ζεί σε περιοχές με προβλήματα από την μαζική παρουσία μεταναστών (δηλαδή στα
νέα γκέτο που δημιούργησε το σύστημα για να τους στοιβάξει) εκτός της αριστεράς.
Είναι υποκριτικό και αποτελεί ιδεολογική διαστρέβλωση κάθε επίθεση εναντίον ενός
μετανάστη να αποτελεί αντικείμενο συγκεντρώσεων, καταγγελιών, αφισών, συναυλιών
και κινήσεων, ενώ εκατοντάδες περιστατικά δολοφονιών και βίαιων επιθέσεων από
πλευράς μεταναστών να μη βρίσκουν πολιτική καταδίκη παρά μόνο από την πλευρά της
δεξιάς και ακροδεξιάς.
Όταν, για παράδειγμα, την επομένη της δολοφονίας του Πακιστανού από τους δυο
Έλληνες, ένας 56χρονος υπάλληλος έπεσε θύμα μιας ληστείας μετά φόνου στον Αγ.
Παντελεήμονα, δεχόμενος μαχαιριές ενώ ήταν δεμένος σε μια καρέκλα, η όλη υπόθεση
ήταν σαν να μην έλαβε χώρα ποτέ, και φυσικά δεν πήρε ούτε το ένα δέκατο της
δημοσιότητας του ρατσιστικού εγκλήματος. Άλλωστε δεν ήταν παρά ένα περιστατικό
πανομοιότυπο με πάνω από τριάντα εγκλήματα του προηγούμενου έτους (π.χ. «Ενας
32χρονος Γεωργιανός συνελήφθη ως δράστης της ανθρωποκτονίας 89χρονου συνταξιούχου
(…) στο διαμέρισμα που διέμενε το θύμα στην οδό Αριστοτέλους, στην περιοχή του
Αγίου Παντελεήμονα»
Το ότι τα γκέτο, η φτώχεια και η περιθωριοποίηση (πράγματα τα οποία οι μετανάστες
ζουν στο πετσί τους) φέρνουν εγκληματικότητα δεν είναι ούτε ρατσιστικό, ούτε
πρωτοφανές να το πεί κανείς. Το γνωρίζουμε από τα Αμερικάνικα γκέτο των μαύρων και
τις θλιβερές στατιστικές πρωτιές τους. Και όμως, για μερίδα της αριστεράς η οποία
σπρώχνει ανόητα κόσμο στην Χρυσή Αυγή ή στον Δένδια, τέτοιου είδους ανασφάλειες
είναι ανόητες, αν όχι «ρατσιστικές», και αρμόζουν μόνο σε «νοικοκυραίους».
Μπερδεύουν όσοι τα λένε αυτά, σε ένα απίθανο τουρλουμπούκι, το ζητούμενο συνειδητό
λαϊκό υποκείμενο με τους (απεχθείς και αντιδραστικούς κατά τον Μαρξ) λούμπεν οι
οποίοι ζουν χωρίς πρόβλημα σε συνθήκες γενικευμένης ανομίας ή με κάποιου είδους
μποέμικη παρέα που απολαμβάνει την μικρο-παρανομία. Αυτές οι πρακτικές, αντί να
βοηθάνε στην προσέγγιση των Ελλήνων με τους μετανάστες, φέρνουν ακριβώς τα
αντίθετα αποτελέσματα. Η προσέγγιση απαιτεί πραγματική εξέταση των συνθηκών και
κοινή δράση, όχι ευχολόγια, καλλιέργεια της ενοχής και φεστιβάλ
με «πολυπολιτισμικές κουζίνες».
Πως η Χρυσή Αυγή χτίζει αντισυστημικό προφιλΟρισμένοι αποδίδουν την άνοδο της
Χρυσής Αυγής σε «απίστευτα δεξιοτεχνική προπαγάνδα», λες και οι ΚΔΩΑ πρώην
μποντιμπιλντεράδες και πορτιέρηδες είναι μάστορες του πολιτικού μάρκετινγκ.
Η πραγματικότητα είναι μάλλον διαφορετική. Η δημοτικότητα της Χρυσής Αυγής
οφείλεται σε ορισμένες μάλλον αυτονόητες πρακτικές, τις οποίες οι αντίπαλοί της
όμως δεν εφαρμόζουν.Μια από αυτές είναι το ακομπλεξάριστα λαϊκό ύφος, το οποίο
έχει απήχηση σε πολλούς, και το οποίο η αποδοχή εκ μέρους τους των αστικών και
κοινοβουλευτικών συμβάσεων αποτρέπει τους αριστερούς να το υιοθετήσουν.
Μπορεί π.χ. ο Αλέξης Τσίπρας να εμφανίζεται με μπλου-τζήν και χωρίς σακάκι στην
βουλή (μια σημειολογική «επανάσταση» η οποία δεν λέει τίποτα στον πολύ κόσμο),
αλλά δεν θα τολμούσε να πεί «Βενιζέλο, σκάσε», όπως ο Ηλίας Κασιδιάρης (το οποίο,
ασφαλώς, θα ήθελαν να πουν πολλοί, δεξιοί και αριστεροί).
Άλλο στοιχείο που ανεβάζει την Χρυσή Αυγή είναι ότι ποτέ δεν εμφανίζονται
χαριεντιζόμενοι με πολιτικούς αντιπάλους και κατεστημένες φιγούρες.Ας πάρουμε για
παράδειγμα το παρακάτω βίντεο:
Όταν ο Καψής απειλεί ότι θα τον κόψει από το παράθυρο ο Κασιδιάρης δεν απαντάει
μασώντας τα με «άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε», αλλά λέει: «ε, κόψτε με, και τι
έγινε;», προσθέτοντας: «καλά στα δίνει τα λεφτά το αφεντικό σου ο Μπόμπολας».
Ακόμη και όσοι διαφωνούν κάθετα με την ιδεολογία του Κασιδιάρη θα προσυπέγραφαν
τις ίδιες δηλώσεις από κάποιον αριστερό (ποιός δεν θα χαίρονταν να βρίζουν τον
Καψή;). Και όμως, ελάχιστοι ―ή και κανένας― αριστεροί που βγαίνουν στα παράθυρα
δεν τολμάνε να αντιμετωπίσουν με τον ίδιο τρόπο τα τηλεοπτικά παπαγαλάκια,
χαρίζοντας έτσι ψήφους στην Χρυσή Αυγή.
Συγκρίνετε το παραπάνω με τον Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος εμφανίζεται να το «βουλώνει»
μπροστά στον Νίκο Χατζηνικολάου για το εφοπλιστικό κεφάλαιο, παίρνοντας πίσω ακόμη
και έναν απλό αστεϊσμό που επιχείρησε:
Αν ο ηγέτης της αριστερής αντιπολίτευσης δεν μπορεί ούτε καν σε μια τηλεοπτική
εκπομπή να στηρίξει άμεσα και πειστικά τη αντιθεσή του (και μάλιστα απέναντι σε
ένα κλάδο της μεγαλοαστικής τάξης του οποίου οι φορολογικές απατεωνιές, η
εκμετάλλευση εκ μέρους του των ΜΜΕ και η βρώμικη αναδειξή του στην μεταπολεμική
περίοδο είναι πασίγνωστες), τότε πως περιμένει κανείς να το πράξει ως κυβέρνηση σε
πολύ δυσκολότερες συνθήκες και απέναντι σε πολύ δυσκολότερους αντιπάλους;
Στο ίδιο πλαίσιο, ο Πέτρος Τατσόπουλος δηλώνει σε δημοσιογράφο ότι «Εύχομαι στα
φιλαράκια μου που κατεβαίνουν υποψήφια στις εκλογές ―τον Ρένο Χαραλαμπίδη (ΝΔ),
τον Θανάση Χειμωνά (ΠΑΣΟΚ) και τον Νίκο Ζερβό (ΝΔ)― να πάρουν το μάξιμουμ των
ψήφων και να εκλεγούν πανηγυρικά στις εκλογικές τους περιφέρειες. Εύχομαι επίσης
στα κόμματά τους, τη Νέα Δημοκρατία και το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα, να
συγκεντρώσουν πανελλαδικά ακριβώς τον ίδιο αριθμό ψήφων που θα συγκεντρώσουν και
τα φιλαράκια μου στις εκλογικές τους περιφέρειες», δηλαδή το κόμμα τους ας
ξεπέσει, αλλά είθε οι κολλητοί και φίλοι να τα πάνε καλά. Αστεϊσμός μεν, ο οποίος
όμως φανερώνει μια οδυνηρά διαδεδομένη πρακτική: το ποιοί είναι οι «δικοί μας» δεν
καθορίζεται με βάση την πολιτική τους σταση, αλλά με βάση το παρεάκι.
Είναι η γνωστή λογικη των τηλεπαραθύρων: μπορεί να μαλώνουμε για τις κάμερες ή για
τους ψηφοφόρους, αλλά ουσιαστικά είμαστε μια παρεούλα. Μπορεί οι παλαιοί γνώριμοι
του «Ρήγα Φεραίου» ή οι σημερινοί ομοτράπεζοι του Κολωνακίου να αποτελούν όντως
μια εκτός Βουλής χαρούμενη παρέα σε όποια παράταξη και αν ανήκουν τώρα, αλλά αυτή
η εικόνα είναι για τον πολύ κόσμο εμετική. Και αντίστροφα: της Χρυσής Αυγής, η
απαξίωση για (και από) κάθε είδους συνομιλητές, της προσθέτει στο «αντισυστημικό»
της προφίλ.
Η πολιτική είναι μια μάχη, ιδιαίτερα όταν εκείνος που αντιπροσωπεύεις βρίσκεται σε
απόγνωση, μεταναστεύει μαζικά, πεινάει ή αυτοκτονεί, και δεν θέλει να σε βλέπει να
την μετατρέπεις σε ένα τεράστιο πάρτυ (με ούζα ή χωρίς).
Άλλα δυο πρόχειρα παραδείγματα άστοχων (ή πολύ σκόπιμων) ενεργειών του κομματικού
κατεστημένου ενάντια στη Χρυσή Αυγή οι οποίες προσέθεσαν στην αντισυστημική της
εικόνα: η άρση της ασυλίας των βουλευτών της και η απόσυρση της αστυνομικής
συνοδείας τους.
Ο κόσμος (ο οποίος γνωρίζει ότι απίστευτα οικονομικά και κοινωνικά σκάνδαλα έχουν
παραγραφεί στο παρελθόν με την δικαιολογία της ασυλίας) βλέπει την άμεση άρση της
ασυλίας των βουλευτών της Χρυσής Αυγής ―και μάλιστα για ψίλου πήδημα― ως υποκρισία
της «δημοκρατίας». Δεν απομένει στα μέλη της να δηλώσουν ότι δεν τους ενδιαφέρει η
επερχόμενη δίκη για να κερδίσουν ακόμα περισσότερο τις εντυπώσεις ― όπως και
έκαναν.
Αντίστοιχα, η απόσυρση της αστυνομικής συνοδείας των βουλευτών της οργάνωσης
προκαλεί και πάλι τη συμπάθεια μερίδας του κόσμου, αφενός γιατί η απόσυρση των
κοστοβόρων αστυνομικών συνοδειών δημοσιογράφων, επιχειρηματιών και βουλευτών
υπήρξε πάγιο αίτημα ετών το οποίο ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε, αλλά και γιατί
γνωρίζει ότι τα πιθανότερα θύματα τρομοκρατικής ή άλλης επίθεσης από τον
αντιεξουσιαστικό χώρο είναι ακριβώς οι βουλευτές της Χρυσής Αυγής.
Μπορεί κανείς ασφαλώς να πεί «καλά να πάθουν ό,τι πάθουν», αλλά στα πλαίσια του
υποτιθέμενου «πολιτικού πολιτισμού» αυτό αποτελεί διπλή υποκρισία, καθώς ο κόσμος
το αντιπαραβάλλει με τις καταγγελίες κάθε φορά που ένας αντιλαϊκός μνημονιακός
πολιτικός τρώει ένα απλό γιαουρτάκι στη μάπα ή δέχεται τις αποδοκιμασίες πολιτών
σε δημόσιο χώρο. Δεν γνωρίζουν άραγε, όσοι θεσμοθέτησαν την κατάργηση της
αστυνομικής συνοδείας των μελών της Χρυσής Αυγής ότι ενδεχόμενη δολοφονία μέλους
της απλά θα ανεβάσει την δημοτικοτητά της; Ή το γνωρίζουν και αυτή ακριβώς είναι η
επιδιωξή τους;
Θετική απάντηση, όχι αρνητική διαφήμισηΗ μόνη δυνατή απάντηση στη Χρυσή Αυγή είναι
η ισχυρή αντιπρόταση στον κυρίαρχο λόγο (από αριστερή ασφαλώς σκοπιά). Όσο
ενισχύεται η κυβέρνηση και οι μνημονιακές πολιτικές, και όσο ο λόγος της αριστεράς
παραμένει ασαφής και ρηχός, τόσο θα ενισχύεται και η απολιτική απόγνωση η οποία
οδηγεί τους ψηφοφόρους στην Χρυσή Αυγή.
Ο κόσμος, ο οποίος ως συλλογικό υποκείμενο είναι κάθε άλλο παρά χαζός, προτιμάει
το γνωστό του γιατρό (δηλαδή τη μνημονιακή συγκυβέρνηση) και ας γνωρίζει ότι θα
τον πονέσει στα σίγουρα, από τα πειράματα του μαθηματεύομενου μάγου. Γιατί
γενικολογίες του τύπου «κατώτερος μισθός στα 1.400 ευρώ» ξέρει ασφαλώς να λέει
ακόμα και η Παπαρήγα. Όταν όμως τα πράγματα σφίγγουν, δεν διστάζει να απολύσει
όσους της περισσεύουν στην Τυποεκδοτική. Το ζήτημα δεν είναι να υπόσχεσαι τα
άστρα, αλλά να μπορείς να μεταδώσεις ως πειστικό στόχο έστω και την δυσκολότερη
πορεία (όπως ο Τσώρτσιλ υποσχέθηκε στον αγγλικό λαό «αίμα, δάκρυα και ιδρώτα»).
Όταν ας πούμε ένας έξαλλος Βενιζέλος εγκαλεί τον Λαφαζάνη κατηγορώντας τον ότι δεν
έχει να προτείνει καμμία εναλλακτική λύση (δεδομένου ότι οι Ευρωπαίοι δεν θα
έδιναν τα λεφτά αν δεν ακολουθούσαμε την διαδικασία που όρισαν), ο τελευταίος
περιορίζεται να ψελίζει γενικολογίες για το «δικαιωμά του να έχει άποψη έστω και
ας είναι λάθος», χωρίς να απαντάει τίποτα το συγκεκριμένο:
Ασφαλώς μια απάντηση του στυλ «μη σώσουν και τα δώσουν, πάνω από όλα η εθνική μας
κυριαρχία και η αξιοπρεπειά μας, και θα αγωνιστούμε να ξεπεράσουμε την κρίση έστω
και χωρίς χρήματα», θα έδιωχνε ορισμένους ψηφοφόρους (ιδιαίτερα όσους
μετανάστευσαν από το ΠΑΣΟΚ), αλλά από την άλλη θα ήταν το μόνο είδος ρεαλιστικής
αντιπρότασης στην κυρίαρχη αφήγηση του «μονόδρομου».
Αυτό που απαιτείται για να ακυρωθεί η Χρυσή Αυτή είναι ένα θετικό πρόταγμα, το
οποίο θα σπάσει το μηδενιστικό πλαίσιο από το οποίο τρέφεται. Γι’ αυτό και η
επιλογή όλου του πολιτικού συστήματος ―από την ΝΔ μέχρι το ΚΚΕ― να σέρνουνε την
μάχη κατά της Χρυσής Αυγής στο μακρινό παρελθόν της Βαϊμάρης δείχνει ότι το
σύστημα ―και ακόμα χειρότερα, η αριστερή κριτική του συστήματος― δεν διαθέτει
καμία προοπτική του μέλλοντος, δηλαδή κανένα σχέδιο εξόδου από την κρίση.