Κατατέθηκε στη Βουλή από τους υπουργούς Οικονομικών Γκίκα Χαρδούβελη και Εργασίας Γιάννη Βρούτση η τροπολογία που καθορίζει το νέο τρόπο ρύθμισης βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τη φορολογική διοίκηση και τα ασφαλιστικά ταμεία.
Η ρύθμιση προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι το ελάχιστο ποσό της μηνιαίας δόσης δεν μπορεί να είναι μικρότερο των 50 ευρώ, ενώ η αίτηση υπαγωγής μπορεί να γίνει μέχρι 31 Μαρτίου. Στη ρύθμιση υπάγονται οφειλές έως ένα εκατομμύριο ευρώ, με ευνοϊκό επιτόκιο που ανέρχεται σε 4,56% ετησίως.
Η τροπολογία που κατατέθηκε εκπρόθεσμα στο σχέδιο νόμου του υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης για τη « Ανοικτή διάθεση και περαιτέρω χρήση εγγράφων» θα ψηφισθεί αύριο Παρασκευή.
Για τη ρύθμιση βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων οφειλών που είχαν οι φορολογούμενοι προς τη φορολογική διοίκηση έως την 1η Οκτωβρίου 2014, αλλά και για τομεταβατικό πλαίσιο ρυθμίσεως οφειλών προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης πλην του ΝΑΤ, για ληξιπρόθεσμες οφειλές μέχρι την 30-9-2014 οι διατάξεις προβλέπουν απαλλαγές από τις προσαυξήσεις ,τους τόκους και τα πρόστιμα εκπρόθεσμης καταβολής που φτάνουν μέχρι και το 100%, αλλά και αποπληρωμή από 12 έως και 100 δόσεις.
Ειδικότερα:
Εφάπαξ εξόφληση οδηγεί σε μείωση των προσαυξήσεων κατά 100%.
Εξόφληση σε 12 μηνιαίες δόσεις οδηγεί σε μείωση των προσαυξήσεων κατά 90%.
Εξόφληση σε 24 μηνιαίες δόσεις οδηγεί σε μείωση των προσαυξήσεων κατά 80%.
Εξόφληση σε 36 μηνιαίες δόσεις οδηγεί σε μείωση των προσαυξήσεων κατά 70%.
Εξόφληση σε 48 μηνιαίες δόσεις οδηγεί σε μείωση των προσαυξήσεων κατά 60%.
Εξόφληση σε 60 μηνιαίες δόσεις οδηγεί σε μείωση των προσαυξήσεων κατά 50%.
Εξόφληση σε 72 μηνιαίες δόσεις οδηγεί σε μείωση των προσαυξήσεων κατά 30%.
Εξόφληση σε 100 μηνιαίες δόσεις οδηγεί σε μείωση των προσαυξήσεων κατά 20%.
Εξαιρετικά, για την υπαγωγή στη ρύθμιση των 100 δόσεων το ποσό της ρυθμιζόμενης οφειλής δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 15.000 ευρώ. Το ελάχιστο ποσό μηνιαίας δόσης της ρύθμισης δεν μπορεί να είναι μικρότερο των 50 ευρώ.
Σημειώνεται, ότι προκειμένου να εξασφαλισθεί η ευρύτερη δυνατή συμμετοχή στη ρύθμιση και η διευκόλυνση των φορολογουμένων ώστε να εκπληρώσουν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις, δεν τίθενται περιοριστικές προϋποθέσεις υπαγωγής στη ρύθμιση.
Στη ρύθμιση υπάγονται οφειλές φυσικών και νομικών προσώπων έως 1 εκατ. ευρώ με ευνοϊκό επιτόκιο που ανέρχεται σε 4,56% ετησίως, έναντι 8,75% σήμερα.
Η σχετική αίτηση θα υποβάλλεται στην εφορία μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του Μαρτίου 2015. Προϋπόθεση υπαγωγής αποτελούν η υποβολή των προβλεπομένων από το νόμο φορολογικών δηλώσεων και η φορολογική τους ενημερότητα καθ’ όλη τη διάρκεια της ρύθμισης.
Στη ρύθμιση υπάγεται υποχρεωτικά το σύνολο των βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων έως την 1η Οκτωβρίου 2014 οφειλών που δεν έχουν τακτοποιηθεί κατά νόμιμο τρόπο με αναστολή πληρωμής ή διευκόλυνση ή άλλη νομοθετική ρύθμιση τμηματικής καταβολής. Επίσης, δύνανται να υπαχθούν μετά από επιλογή του οφειλέτη και βεβαιωμένες έως και την 1η Οκτωβρίου 2014 οφειλές που κατά την ημερομηνία της αίτησης τελούν σε αναστολή, διοικητική ή δικαστική ή εκ του νόμου ή δεν έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες ή έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση ή διευκόλυνση τμηματικής καταβολής, η οποία είναι σε ισχύ.
Η ρύθμιση προβλέπει πως όσοι κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του νέου νόμου έχουν υπαχθεί στη ρύθμιση της «νέας αρχής» και τηρούν τους όρους της ρύθμισης αυτής, υπόκεινται αναδρομικά, από 1-1-2013, σε επιτόκιο ύψους 4,56% και τυγχάνουν των εκπτώσεων επί των προσαυξήσεων, τόκων και προστίμων εκπρόθεσμης καταβολής, δικαιούμενοι να επιλέξουν να υπαχθούν στη νέα ρύθμιση. Ακόμη, έχουν ως πρόσθετο ευεργέτημα τη μείωση κατά ποσοστό 20% των προσαυξήσεων, τόκων και προστίμων εκπρόθεσμης καταβολής αναδρομικά από την ημερομηνία ένταξής τους στη ρύθμιση.
Η ρύθμιση χορηγείται ανά οφειλέτη και αφορά και τις οφειλές για τις οποίες αυτός ευθύνεται αλληλεγγύως. Πρόσωπα που ευθύνονται αλληλεγγύως για την καταβολή μέρους της οφειλής δικαιούνται να ρυθμίσουν το εν λόγω μέρος.
Στην περίπτωση που ο οφειλέτης επιλέξει σε οποιοδήποτε στάδιο της ρύθμισης να εξοφλήσει εφάπαξ τις υπόλοιπες δόσεις των ρυθμισμένων οφειλών , τυγχάνει απαλλαγής επί του εναπομείναντος ποσού των προσαυξήσεων, τόκων και προστίμων εκπρόθεσμης καταβολής, σε ποσοστό ίσο με αυτό που αντιστοιχεί στον αριθμό των μηνιαίων δόσεων που τελικά διαμορφώνεται με την εξόφληση.
Τα οφέλη υπαγωγής
Με την υπαγωγή και συμμόρφωση του οφειλέτη στην εν λόγω ρύθμιση τμηματικής καταβολής χορηγείται από τη φορολογική διοίκηση αποδεικτικό ενημερότητας και βεβαίωση οφειλής, αναβάλλεται η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 και αναστέλλεται η παραγραφή του αδικήματος κατά το χρονικό διάστημα της αναστολής της ποινικής δίωξης.
Παράλληλα, αναστέλλεται η λήψη αναγκαστικών μέτρων και η συνέχιση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης καθώς και η λήψη άλλων διασφαλιστικών μέτρων. Οι ήδη επιβληθείσες κατασχέσεις στα χέρια τρίτων αίρονται μετά από αίτηση του οφειλέτη, αφού εξοφληθεί το 50% της αρχικής βασικής ρυθμιζόμενης οφειλής.
Η παραγραφή των οφειλών, για τις οποίες υποβάλλεται αίτηση υπαγωγής στη ρύθμιση αναστέλλεται από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης και για ολόκληρο το χρονικό διάστημα που αφορά η ρύθμιση ανεξαρτήτως καταβολής οποιουδήποτε ποσού και δεν συμπληρώνεται πριν παρέλθει ένα έτος από τη λήξη του έτους της τελευταίας δόσης αυτής.
Η φορολογική διοίκηση προβαίνει σε συμψηφισμό των χρηματικών απαιτήσεων του οφειλέτη κατά του Δημοσίου και μέχρι την κάλυψη του ποσού που αντιστοιχεί στο 1/7 των εναπομεινασών δόσεων και μετά τη συμμόρφωση του οφειλέτη στη ρύθμιση τμηματικής καταβολής που του χορηγήθηκε .
Η απώλεια ρύθμισης
Η μη εμπρόθεσμη καταβολή δόσης, έχει ως συνέπειες την απώλεια των ευεργετημάτων της ρύθμισης, την υποχρέωση άμεσης καταβολή του υπολοίπου της οφειλής, σύμφωνα με τα στοιχεία βεβαίωσης, συνυπολογιζομένων των προσαυξήσεων, τόκων και προστίμων εκπρόθεσμης καταβολής, τα οποία αναβιώνουν, και την άμεση επιδίωξη της είσπραξής της με όλα τα προβλεπόμενα από την ισχύουσα νομοθεσία μέτρα.
Πάντως, εάν ο οφειλέτης, μετά την πάροδο εξαμήνου από την ένταξη σε ρύθμιση και την πλήρωση των όρων αυτής δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα μέχρι δύο δόσεις ανά έτος προγράμματος ρύθμισης, ή δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα μία δόση της ρύθμισης ανά έτος προγράμματος ρύθμισης για χρονικό διάστημα μέχρι δύο μήνες δεν χάνει τη ρύθμιση, αλλά θα βαρύνεται με μηνιαία προσαύξηση 2%.
Σε περιπτώσεις απώλειας της ρύθμισης για λόγους ανωτέρας βίας, ο οφειλέτης δύναται εντός δύο μηνών από την απώλεια αυτής να υποβάλει άπαξ αίτηση επανένταξής του στη ρύθμιση με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις και για τον εναπομείναντα αριθμό δόσεων αυτής. Το αίτημα επανένταξης υποβάλλεται εγγράφως και περιέχει τα στοιχεία που θεμελιώνουν την ανωτέρα βία.
Η φορολογική διοίκηση αποφαίνεται επί του αιτήματος εντός 15 εργασίμων ημερών από την αίτηση. Εάν η Φορολογική Διοίκηση δεν αποφανθεί εντός του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, το αίτημα θεωρείται, ότι έχει απορριφθεί.